- συγκατέβα
- συγκαταβαίνωgoaor ind act 3rd sg (epic)συγκατέβᾱ , συγκαταβαίνωgoaor ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… … Dictionary of Greek
συγκατέβαλε — συγκαταβάλλω throw down along with aor ind act 3rd sg συγκατέβᾱλε , συγκαταβάλλω throw down along with aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατέβαλεν — συγκαταβάλλω throw down along with aor ind act 3rd sg συγκατέβᾱλεν , συγκαταβάλλω throw down along with aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)